- ἐπ-οφθαλμίζω
ἐπ-οφθαλμίζω, dasselbe. τῷ χρυσῷ Charit. 1, 7; Ael. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οφθαλμίζω, dasselbe. τῷ χρυσῷ Charit. 1, 7; Ael. bei Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφθαλμίζω — ὀφθαλμίζω (ΑΜ) [οφθαλμός] μσν. (σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζω αρχ. παθ. ὀφθαλμίζομαι α) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαι β) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθους γ) πάσχω από οφθαλμία … Dictionary of Greek
εποφθαλμίζω — ἐποφθαλμίζω (AM) εποφθαλμιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *οφθαλμίζω, αμάρτυρος τ. (< οφθαλμός)] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
φταρμίζω — Ν βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)] … Dictionary of Greek