- ἐπ-ουριάζω
ἐπ-ουριάζω, = Folgdm, Luc. dom. 12; αὔρη ἐπουριάζουσα τὴν ὀϑόνην, günstig das Segel schwellend, wie ἄνεμος ἐπουριάζων τὰ ἀκάτια, die Schiffe forttreiben, hist. conscr. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ουριάζω, = Folgdm, Luc. dom. 12; αὔρη ἐπουριάζουσα τὴν ὀϑόνην, günstig das Segel schwellend, wie ἄνεμος ἐπουριάζων τὰ ἀκάτια, die Schiffe forttreiben, hist. conscr. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουριάζω — (Μ οὐριάζω) ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, κατά τα ρήματα σε ιάζω] … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουριάζω — (Μ κουλλουριάζω) [κουλ(λ)ούρα)] δίνω σε κάτι σχήμα κυκλικό, συστρέφω νεοελλ. 1. συσπειρώνω, τυλίγω, περιελίσσω σπειροειδώς, μαζεύω κάτι (α. «κουλούριασα το σύρμα» β. «το φίδι κουλουριάστηκε γύρω από το σώμα της») 2. (ενεργ. και μεσ.) μαζεύομαι… … Dictionary of Greek
ἐξουρίαζον — ἐκ οὐριάζω imperf ind act 3rd pl ἐκ οὐριάζω imperf ind act 1st sg ἐκ οὐριάζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐκ οὐριάζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επουριάζω — ἐπουριάζω (Α) 1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῡ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.) 2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ουριάζω,… … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ουριαστός — ή, ό [κουλ(λ)ουριάζω] κουλουριασμένος, συσπειρωμένος. Επιρρ. κουλ(λ)ουριαστά σαν κουλούρα, με σχήμα κυκλικό, με συσπείρωση … Dictionary of Greek
κουλ(λ)ούριασμα — το [κουλ(λ)ουριάζω] συσπείρωση, σπειροειδές τύλιγμα, μάζεμα, συστροφή … Dictionary of Greek
ουρλιάζω — 1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω 2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ επίδραση τού ιταλ. urlare] … Dictionary of Greek