ἐπ-ουρόω

ἐπ-ουρόω

ἐπ-ουρόω, mit günstigem Winde segeln, übertr., Glück haben, Pol. 2, 10, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επουρώ — (I) ἐπουρῶ, έω (Α) ουρώ, κατουρώ κάποιον. (II) ἐπουρῶ, όω (Α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουρόω, ώ «πλέω με ευνοϊκό άνεμο»] …   Dictionary of Greek

  • κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”