ἐπ-οστρακισμός

ἐπ-οστρακισμός

ἐπ-οστρακισμός, , das Spiel des Scherbenwerfens über das Wasser hin, Poll. 9, 119.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀστρακισμός — ostracism masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστρακισμός — ο (Α ὀστρακισμός) [οστρακίζω] εξορία με αναγραφή τού ονόματος τού εξοριζόμενου σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου δοχείου, εξοστρακισμός …   Dictionary of Greek

  • οστρακισμός — ο η εξορία, ύστερα από ψηφοφορία με όστρακα, κάποιου πολίτη στην αρχαιότητα: Οστρακισμός του Αριστείδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστρακισμός ή εξοστρακισμός — Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Остракизм — (όστρακισμός, όστρακοφορία) был введен в Афинах Клисфеном (см.) как мера против сторонников низвергнутой тирании, которых в городе оставалось еще много, а главным образом против Пизистратида Гиппарха, сына Харма, который в 496 г. был выбран в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ὀστρακισμοῖς — ὀστρακισμός ostracism masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακισμοῦ — ὀστρακισμός ostracism masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακισμῷ — ὀστρακισμός ostracism masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστρακισμόν — ὀστρακισμός ostracism masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • Ostracism — For ostracized in interpersonal relationships, see Social rejection. Pieces of broken pottery as voting tokens. The persons nominated are Pericles, Cimon and Aristides, each with his patronymic (top to bottom). Ostracism (Greek: έξω ο …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”