- ἐπ-ορίνω
ἐπ-ορίνω, anregen, antreiben, λύσσαν Man. 6, 597; auch v. l. bei Nic. Th. 671.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ορίνω, anregen, antreiben, λύσσαν Man. 6, 597; auch v. l. bei Nic. Th. 671.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορίνω — ὀρίνω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εγείρω, σηκώνω 2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω 3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek
ὀρίνω — ὀρί̱νω , ὀρίνω stir aor subj act 1st sg ὀρί̱νω , ὀρίνω stir pres subj act 1st sg ὀρί̱νω , ὀρίνω stir pres ind act 1st sg ὀρί̱νω , ὀρίνω stir aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρῖνον — ὀρίνω stir pres part act masc voc sg ὀρίνω stir pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρινθείη — ὀρίνω stir aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρινθείς — ὀρίνω stir aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρινθῆναι — ὀρίνω stir aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρινθῇ — ὀρίνω stir aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρινθέντες — ὀρίνω stir aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρινθέντι — ὀρίνω stir aor part pass masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρίνθη — ὀρίνω stir aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρικός — ὀρίνω stir perf part act neut nom/voc/acc sg ὠρίζω perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)