ἐπηρεασμός

ἐπηρεασμός

ἐπηρεασμός, , Beeinträchtigung, Mißgunst; Arist. rhet. 2, 2 unterscheidet drei Arten der ὀλιγωρία, καταφρόνησις, ἐπ., ὕβρις, u. erkl. ἐπ. ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν οὐχ ἵνα τι αὑτῷ ἀλλ' ἵνα μὴ ἐκείνῳ;τ ύχης D-Sic. 20, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπηρεασμός — despiteful treatment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηρεασμός — ο (AM ἐπηρεασμός) [επηρεάζω] νεοελλ. η επήρεια μσν. ενόχληση αρχ. μεταχείριση με κακότητα …   Dictionary of Greek

  • επηρεασμός — ο η επήρεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρεασμοῦ — ἐπηρεασμός despiteful treatment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεασμόν — ἐπηρεασμός despiteful treatment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθυποβολή — η ο ασυνείδητος ή ενσυνείδητος επηρεασμός των ιδεών και των πεποιθήσεων ενός ατόμου από το ίδιο το άτομο με αποτέλεσμα την πρόκληση μόνιμων ψυχικών ή σωματικών μεταβολών …   Dictionary of Greek

  • επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… …   Dictionary of Greek

  • καταγοήτευσις — καταγοήτευσις, ἡ (Μ) [καταγοητεύω] ο επηρεασμός με μαγικά μέσα …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”