ἐπηρεαστικός

ἐπηρεαστικός

ἐπηρεαστικός, zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπηρεαστικός — insolent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηρεαστικός — ή, ό (AM ἐπηρεαστικός, ή, όν) [επηρεαστής] μσν. νεοελλ. ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει μσν. (στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας αρχ. 1. υβριστικός, ταπεινωτικός 2. δόλιος, προμελετημένος …   Dictionary of Greek

  • επηρεαστικός, -ή — ό, επίρρ. ά που γίνεται για επηρεασμό, που μπορεί να επηρεάζει, ο ικανός και κατάλληλος να ασκεί επήρεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρεαστικά — ἐπηρεαστικός insolent neut nom/voc/acc pl ἐπηρεαστικά̱ , ἐπηρεαστικός insolent fem nom/voc/acc dual ἐπηρεαστικά̱ , ἐπηρεαστικός insolent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεαστικώτερον — ἐπηρεαστικός insolent adverbial comp ἐπηρεαστικός insolent masc acc comp sg ἐπηρεαστικός insolent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεαστικόν — ἐπηρεαστικός insolent masc acc sg ἐπηρεαστικός insolent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεαστική — ἐπηρεαστικός insolent fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεαστικῶς — ἐπηρεαστικός insolent adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”