- ἐπ-αλίνδομαι
ἐπ-αλίνδομαι, nur Nic. Th. 266, μεσάτῳ ἐπαλίνδεται ὁλκῷ, sich darauf wälzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αλίνδομαι, nur Nic. Th. 266, μεσάτῳ ἐπαλίνδεται ὁλκῷ, sich darauf wälzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek