- ἐπ-αλέξησις
ἐπ-αλέξησις, ἡ, Hülfe, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αλέξησις, ἡ, Hülfe, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλέξησις — ἀλέξησις ( εως), η (Α) 1. απομάκρυνση, υπεράσπιση 2. επικουρία, βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένη με η ρίζα τού ρήματος ἀλέξω πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω] … Dictionary of Greek
ἀλέξησις — keeping off fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήσει — ἀλέξησις keeping off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀλεξήσεϊ , ἀλέξησις keeping off fem dat sg (epic) ἀλέξησις keeping off fem dat sg (attic ionic) ἀλέξω raáks̥ati aor subj act 3rd sg (epic) ἀλέξω raáks̥ati fut ind mid 2nd sg ἀλέξω raáks̥ati… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήσεις — ἀλέξησις keeping off fem nom/voc pl (attic epic) ἀλέξησις keeping off fem nom/acc pl (attic) ἀλέξω raáks̥ati aor subj act 2nd sg (epic) ἀλέξω raáks̥ati fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήσιος — ἀλέξησις keeping off fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
ἀλεξήσεως — ἀλεξήσεω̆ς , ἀλέξησις keeping off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξήσῃ — ἀλεξήσηι , ἀλέξησις keeping off fem dat sg (epic) ἀλέξω raáks̥ati aor subj mid 2nd sg ἀλέξω raáks̥ati aor subj act 3rd sg ἀλέξω raáks̥ati fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέξησιν — ἄλεξις warding off pain fem dat pl (epic) ἀλέξησις keeping off fem acc sg ἀλέξω raáks̥ati aor subj mid 2nd sg (epic) ἀλέξω raáks̥ati aor subj act 3rd sg (epic) ἀλέξω raáks̥ati pres subj mp 2nd sg (epic) ἀλέξω raáks̥ati pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)