- ἐπ-ανα-βασμός
ἐπ-ανα-βασμός, ὁ, v. l. von ἐπαναβαϑμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-βασμός, ὁ, v. l. von ἐπαναβαϑμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναβασμός — ἀναβασμός, ο (Α) 1. κινητή σκάλα 2. πρόοδος στη μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βασμὸς < βαίνω] … Dictionary of Greek