- ἐπ-ανα-ζώννῡμι
ἐπ-ανα-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), aufgürten, med., χιτῶνας Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), aufgürten, med., χιτῶνας Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ … Dictionary of Greek