προς-πλάσσω

προς-πλάσσω

προς-πλάσσω, att. -ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προςπεπλασμέναι ἐκ πηλοῠ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποτιπλάσσω — Α (ποιητ. και δωρ. τ.) προσπλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος του πρός + πλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • προσεκπλαγείς — πρός , ἐκ πλάσσω form aor part pass masc nom/voc sg πρόσ ἐκπλάσσω model exactly aor part pass masc nom/voc sg πρόσ ἐκπλήσσω strike out of aor part pass masc nom/voc sg προσεκπλᾱγείς , πρόσ ἐκπλήσσω strike out of aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • κανθοπλασία — ή κανθοπλαστική, η ιατρ. εγχείρηση κατά την οποία επεκτείνεται προς τα έξω η βλεφαρική σχισμή με τομή κατά τον έξω κανθό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canthoplastie < cantho (πρβλ. κανθός) + plastie (πρβλ. πλαστία < πλάστης <… …   Dictionary of Greek

  • παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …   Dictionary of Greek

  • αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …   Dictionary of Greek

  • πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”