- προς-ποθέω
προς-ποθέω (s. ποϑέω), dazu begehren, zu wissen wünschen, Plat. Charm. 174 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ποθέω (s. ποϑέω), dazu begehren, zu wissen wünschen, Plat. Charm. 174 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεπόθει — πρός , ἐπί ὄθομαι take heed pres ind mp 2nd sg πρός , ἐπί ὀθέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) πρός , ἐπί ὀθέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) πρόσ ποθέω long for imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek