ἐπ-ανα-πήγνῡμι

ἐπ-ανα-πήγνῡμι

ἐπ-ανα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), daran u. darauf befestigen, ἐπαμπήξασϑαι Orph. Arg. 317.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιάμπαξ — Α επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περί * + άμπαξ, πιθ. < ἀνά παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ*, πρβλ. πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • διαμπάξ — (Α) 1. πέρα ώς πέρα, από τη μια ώς την άλλη πλευρά ή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ανά + πάξ που μαρτυρείται στο ά παξ* (πρβλ. πήγνυμι, αλλά και διαμπερές)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”