- ἐπ-ανα-πίπτω
ἐπ-ανα-πίπτω (s. πίπτω), darauf fallen, sich darauf legen, τινί, Ael. V. H. 9, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ανα-πίπτω (s. πίπτω), darauf fallen, sich darauf legen, τινί, Ael. V. H. 9, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek