- ἐπι-μήδομαι
ἐπι-μήδομαι, gegen Einen ersinnen, δόλον πατρί, Bd. 4, 437 u. sp. D., wie Qu. Sm. 14, 479.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μήδομαι, gegen Einen ersinnen, δόλον πατρί, Bd. 4, 437 u. sp. D., wie Qu. Sm. 14, 479.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] … Dictionary of Greek