- ἐπιμήδιον
ἐπιμήδιον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιμήδιον, τό, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιμήδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηδίου — ἐπιμήδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρινος — (I) ο (AM ἔρινος) βοτ. 1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη 2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός μσν. το φυτό επιμήδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας]. (II) ἔρινος, η, ον (Μ) [έριον]… … Dictionary of Greek