- ἐπι-λάζυμαι
ἐπι-λάζυμαι (s. λάζυμαι), angreifen, -halten, Eur. Andr. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λάζυμαι (s. λάζυμαι), angreifen, -halten, Eur. Andr. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιλάζυμαι — ἐπιλάζυμαι (Α) κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»] … Dictionary of Greek
προσλάζυμαι — Α (αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι* «λαμβάνω, δράττομαι»] … Dictionary of Greek