ἐπι-λάμπω

ἐπι-λάμπω

ἐπι-λάμπω, dabei, darüber glänzen, leuchten, ἠέλιος ἐπέλαμψεν Il. 17, 650, die Sonne leuchtete wieder, nach dem vorangegangenen Nebel; vom Monde, H. h. Merc. 141; ὥς σφι ἐπέλαμψε ἡμέρα, als der Tag über ihnen angebrochen war, Her. 8, 14; ἔαρος ἐπιλάμψαντος, bei Anbruch des Frühlings, 8, 130 u. Sp.; ὁ ἥλιος ἐπέλαμψε τῷ ἔργῳ, ging über, während der Arbeit auf, Plut. Arat. 22; ἐὰν ὁ ἥλιος ἐπιλάμπῃ, wenn die Sonne darauf scheint, Xen. Cyn. 8, 1; αἱ φλόγες ἄκροις ἐπιλάμπουσαι τοῖς κέρασι Plut. Fab. M. 6, leuchteten auf den Hörnern; τοῖς οἴαξιν Lys. 12; vgl. σωτῆρες ἐν πολέμοις ἐπιλάμπουσιν fac. orb. lun. 30; Gaet. 1 (V, 17) sagt οὔριος ἐπίλαμψον ἐμῷ ἔρωτι καὶ ἱστῷ, Κύπρι, mit einem doppelten Bilde, gieb günstigen Fahrwind; – ἐπέλαμψε παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ὁ χρυσός, das Gold fing an zu glänzen, es wurde bekannt, Ath. VI, 231 d. – Sp. auch trans., bescheinen, κολώνας Ap. Rh. 2, 164; pass. darin erglänzen, 2, 920; – τὸν ἥλιον ἐπὶ πάντας, die Sonne leuchten lassen, Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • επαυγάζω — ἐπαυγάζω (Α) 1. φωτίζω, καταυγάζω, λάμπω 2. κοιτάζω κάτι προσεκτικά 3. ερευνώ, εξετάζω κάτι με προσοχή, λεπτομερώς («ἐπαυγασόμεθα δ αὐτῶν ἔκαστον ἀκριβέστερον», Φίλ.) 4. απρόσ. ἐπαυγάζει φωτίζει, χαράζει, φέγγει, ξημερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • επιγάνυμαι — ἐπιγάνυμαι (Α) λάμπω από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γάνυμαι «λάμπω από χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • επιμαρμαίρω — ἐπιμαρμαίρω (Μ) λάμπω από ψηλά («ἥλιος ἐπεμάρμαιρε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαρμαίρω «λάμπω»] …   Dictionary of Greek

  • χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • επιφαύσκω — ἐπιφαύσκω (Α) (για φωτεινή πηγή) λάμπω, ανατέλλω, φωτίζω (α. «εἰ σελήνη συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει», ΠΔ β. ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαύ σκ ω (< θεματικός αόρ. φάF ε «φώτισε» με παρέκταση σκ )] …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • προσανθώ — έω, Α 1. ανθώ, θάλλω, ακμάζω επί πλέον 2. προσδίδω λάμψη σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνθῶ «ανθίζω, ευημερώ, λάμπω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιγάνυμαι — Μ χαίρομαι, αγάλλομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιγάνυμαι «λάμπω από χαρά»] …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”