- ἐπι-ληΐς
ἐπι-ληΐς, ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ληΐς, ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιληίς — ἐπιληΐς, ἡ (Α) λάφυρο πολέμου («ἐπιληΐδας... ἔχοιεν τὰς πόλεις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληΐς «λεία»] … Dictionary of Greek