ἐπ-ιλλώπτω

ἐπ-ιλλώπτω

ἐπ-ιλλώπτω, dasselbe, οἱ κόλακες οὐκ ἀληϑινὴν οὐδ' ὠφέλιμον ἀλλ' οἷον ἐπιλλώπτουσαν ἐξ ὀφρύος. παῤῥησίαν προςφέρουσιν Plut. discr. ad. et amic. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλλώπτω — ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ώπτω (πρβλ. ηρ ώπτω, σκ ώπτω)] …   Dictionary of Greek

  • κατιλλώπτοντι — κατά ἰλλώπτω pres part act masc/neut dat sg κατά ἰλλώπτω pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιλλώπτω — κατά ἰλλώπτω pres subj act 1st sg κατά ἰλλώπτω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω …   Dictionary of Greek

  • ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… …   Dictionary of Greek

  • κατιλλώπτω — (Α) 1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια 2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατιλλώπτειν — κατά ἰλλώπτω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιλλώψας — κατιλλώψᾱς , κατά ἰλλώπτω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκατιλλώψας — ἐκκατιλλώψᾱς , ἐκ , κατά ἰλλώπτω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιλλωπῶ — ἐν ἰλλώπτω aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐν ἰλλωπέω squint pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐν ἰλλωπέω squint pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιλλώπτειν — ἐν ἰλλώπτω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”