- ἐπι-θησαυρίζω
ἐπι-θησαυρίζω, aufspeichern, Clem. Alex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θησαυρίζω, aufspeichern, Clem. Alex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιθησαυρίσαι — ἐπί θησαυρίζω store aor inf act ἐπιθησαυρίσαῑ , ἐπί θησαυρίζω store aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθησαυρίζω — ἐπιθησαυρίζω (Α) θησαυρίζω υπερβολικά, επί πλέον … Dictionary of Greek