- ἐπι-ληστικός
ἐπι-ληστικός, ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ληστικός, ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] … Dictionary of Greek