- ἐπι-θανάτιος
ἐπι-θανάτιος, zum Tode verurtheilt, D. Hal. 7, 35; tödtlich, νόσημα, Sp. – Adv. ἐπιϑανατίως, νοσεῖν, Sp., ἔχειν, Ael. V. H. 13, 27, todtkrank sein.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θανάτιος, zum Tode verurtheilt, D. Hal. 7, 35; tödtlich, νόσημα, Sp. – Adv. ἐπιϑανατίως, νοσεῖν, Sp., ἔχειν, Ael. V. H. 13, 27, todtkrank sein.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταθανάτιος — α, ο 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά τον θάνατο 2. φρ. «μεταθανάτια ζωή» εκκλ. ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή, η πνευματική, που ζούν οι ψυχές μετά τον θάνατο, σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, αλλ. αιώνια ζωή, μέλλουσα ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek