ἐπι-λανθάνω

ἐπι-λανθάνω

ἐπι-λανθάνω (s. λανϑάνω, u. vgl. auch ἐπιλήϑω), vergessen lassen, aor. ὕπνος ἐπέλησεν ἁπάντων, der Schlaf ließ Alles vergessen, Od. 20, 85. – Gew. im med. vergessen, ὅπως Ἰϑάκης ἐπιλήσεται Od. 1, 57; Il. 22, 387; ἐπιλελήσμεϑ' ηδέων Eur. Bacch. 188; häufig in Prosa, καὶ ἐμαυτοῦ ἐπιλέλησμαι Plat. Phaedr. 228 a; Apol. 17 a, ich dachte nicht an mich; τοῦ φϑόνου ἐπελέληστο Xen. Cyr. 8, 3, 8; ἐπιλελησμένος ἑαυτοῦ ὅτι γέγονε Dem. 18, 182; μὴ περὶ τῶν πεπραγμένων ἐπιλάϑησϑε Andoc. 1, 148; – ὅτι ἦσϑα Xen. Cyr. 1, 3, 10; c. inf., Ar. Vesp. 853; Plat. Rep. VIII, 563 b; c. partic., s. Pind. unten; – selten c. acc., meist der Pronomina, τὸ τοιοῦτον Plat. Rep. III, 413 c; αὐτὸ τοῦτο Phaed. 75 d u. öfter; τὰς τύχας Eur. Hel. 265; τοῦτο Ar. Nubb. 631; so auch perf. act., τὰ μὲν πρῶτα λεχϑέντα ἐπιλεληϑέναι, vergessen haben, Her. 3, 46, als v. l. ἐπιλελῆσϑαι; ἐπιλέλαϑα ὀφείλων Pind. Ol. 11, 3; ἐπιλελάϑαμες Plut. apophth. – Bei Sp., wie im N. T., ist ἐπιλέλησμαι auch pass., wie ἔργον ἐπιλασϑέν Pind. fr. 86, nach em. für σιγαϑέν od. ἐπιταϑέν bei D. Hal. de vi Dem. 26; – den aor. ἐπελησάμην hat Nonn. D. 48, 969.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… …   Dictionary of Greek

  • επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… …   Dictionary of Greek

  • επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”