ἐπι-λιπής

ἐπι-λιπής

ἐπι-λιπής, ές, = ἐλλιπής, Hesych.; = ἐπίλοιπος, Plut. Sull. 7; bei Chirurg. vett. = ὑπολιπής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιλιπής — ἐπιλιπής, ές (Α) ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * λιπής (< λείπω) (πρβλ. ελλιπής, σαρκολιπής)] …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”