- ἐπι-λιπαίνω
ἐπι-λιπαίνω, obenauf fett machen, ὥστε τὸ δέρμα τοῖς λουομένοις ἐπιλιπαίνειν Plut. Alex. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λιπαίνω, obenauf fett machen, ὥστε τὸ δέρμα τοῖς λουομένοις ἐπιλιπαίνειν Plut. Alex. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιλιπαίνω — ἐπιλιπαίνω (Α) καθιστώ κάτι λιπαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιπαίνω (< λίπος)] … Dictionary of Greek