ἐπι-λύω

ἐπι-λύω

ἐπι-λύω, lösen, losmachen, von Banden u. Fesseln, κύνας Xen. Cyn. 7, 8; τὰ δεσμά οἱ 'πιλῦσαι Theocr. 30, 42; τοὺς ἐν τῇ εἱρκτῇ κακούργους Luc. Parasit. 50; a. Sp.; γρίφους, Räthsel auflösen, Ath. X, 449 f, u. so öfter bei Sp. = erklären, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 2, 246; auch ἐπιλυϑήσεται, es wird erklärt werden, N. T. – Med. gew. übertr., befreien, ἀλλ' οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ ἡλικία τὸ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν τῇ παρούσῃ τύχῃ Plat. Crit. 43 c, ihr Alter befrei't sie nicht von dem Widerwillen gegen den Tod; auflösen, ἐπιλυσάμενος τὸ τῆς Σφιγγὸς αἴνιγμα Schol. Od. 11, 271; τὰς ἐπιστολάς, öffnen, Hdn. 4, 12, 14. – Bei Lys. 25, 33 steht τοὺς μὲν ἐπιλύσεσϑαι neben ἐκείνους δὲ μέγα δυνήσεσϑαι für ἐπιλυϑήσεσϑαι, aufgehoben werden (vgl. λύω) diese werden an Macht verlieren. – Τἁ κεφάλαια τῶν κατηγορηϑέντων ἐπιλυσάμενος, widerlegen, Luc. bis acc. 30. – Activ. und med. öfters bei Grammatikern von der Auflösung der Probleme in der Erklärung alter Schriftsteller, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 203.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ACHILLES — I. ACHILLES Illyrii fil. Appianus. II. ACHILLES Pclei et Thetidis fil. quem adhuc infantem mater Stygiis undis immersit: quamobrem invelnerabilis totô corpore factus est, praeterquam in eâ pedis parte, quâ comprehensus ab ipsâ fuerat dum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίλυτρος — ἐπίλυτρος, ον (Α) όμηρος που κρατείται για να καταβληθούν λύτρα για την απελευθέρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λύτρον (< λύω + κατάλ. τρον, που δηλώνει όργανο)] …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”