ἐπι-θύω

ἐπι-θύω

ἐπι-θύω (s. ϑύω), Weihrauch auf den Altar, ins Feuer werfen, D. Sic. 12, 11. 18, 60; übh. auf dem Altar opfern, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τὰς δεκάτας D. H. 1, 40; hinterher, noch dazu opfern, τὸν δ' ἀπέτισεν τέλεον νεαροῖς ἐπιϑύσας Aesch. Ag. 1485; im med., τὸ δεύτερον ἐπιϑυσάμενος Plut. Marc. 29; Νέρωνι Γάλβαν ἐπιϑυσώμεϑα Galb. 14. Allgem., opfern, τοῖς ϑεοῖς Ar. Plut. 1116; D. Hal. 1, 23. – Davon verschieden ist


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • επιθύω — (I) ἐπιθύω (AM) θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.) αρχ. 1. θυσιάζω πάνω σε κάτι 2. μέσ. ἐπιθύομαι σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.) 3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ… …   Dictionary of Greek

  • ἐπεκθυσώμεθα — ἐπεκθῡσώμεθα , ἐπί , ἐκ θύω 1 offer by burning aor subj mid 1st pl ἐπεκθῡσώμεθα , ἐπί , ἐκ θύω 2 rage aor subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκθύεσθαι — ἐπεκθύ̱εσθαι , ἐπί , ἐκ θύω 1 offer by burning pres inf mp ἐπεκθύ̱εσθαι , ἐπί , ἐκ θύω 2 rage pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισυνθύων — ἐπισυνθύ̱ων , ἐπί , σύν θύω 2 rage pres part act masc nom sg ἐπί , σύν θυάω rut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπί , σύν θυάω rut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπισυνθύ̱ων , ἐπί συνθύω offer sacrifice together pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαταθύω — ἐπικαταθύω (Μ) 1. θυσιάζω επί πλέον 2. σκοτώνω επίσης («ἐπικατέθυσε δ’ αὐτῇ καὶ τὴν ὁμοζυγοῡσαν» σκότωσε επίσης μαζί μ’ αυτήν και τη σύζυγό του, Κ. Μανασα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα θύω «θυσιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαταθύσας — ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί , κατά θύω 2 rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί καταθύω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικατέθυσε — ἐπικατέθῡσε , ἐπί , κατά θύω 2 rage aor ind act 3rd sg ἐπικατέθῡσε , ἐπί καταθύω sacrifice aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • επίθυσις — ἐπίθυσις, ἡ (Α) η καύση θυμιάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύσις (< θύω «θυσιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”