- ἐπι-λωβεύω
ἐπι-λωβεύω, worüber spotten, Od. 2, 323.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-λωβεύω, worüber spotten, Od. 2, 323.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιλωβεύω — ἐπιλωβεύω (Α) χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)] … Dictionary of Greek