- ἐπι-θωΰσσω
ἐπι-θωΰσσω, zurufen, οὐκ ἀκούσαις ἐπεϑώϋξας τοῦτο Aesch. Prom. 277, vgl. 73; ἐπιϑωΰξει κώπαις ὁ κάλαμος Eur. I. T. 1127, dazu tönen; – σκύλακας, anhetzen, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-θωΰσσω, zurufen, οὐκ ἀκούσαις ἐπεϑώϋξας τοῦτο Aesch. Prom. 277, vgl. 73; ἐπιϑωΰξει κώπαις ὁ κάλαμος Eur. I. T. 1127, dazu tönen; – σκύλακας, anhetzen, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιθωύσσω — ἐπιθωΰσσω (AM) (Μ και ἐπιθωΐζω) 1. φωνάζω, κραυγάζω, διατάζω με δυνατή φωνή 2. (για αυλό) ηχώ επί πλέον 3. παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωΰσσω «κράζω, φωνάζω δυνατά»] … Dictionary of Greek