ἐπι-βάτης

ἐπι-βάτης

ἐπι-βάτης, , der Besteiger, gew. der auf dem Schiffe als Seesoldat od. als Reisender (nicht als Matrose) sich befindet, vgl. Harpocr; so Her. 6, 16. 9, 32 u. öfter, wie Thuc.; Lys. 6, 46; ἐπιβάται καὶ ὑπηρεσίαι vrbdt Dem. 50, 10 u. stellt ihnen den ναύκληρος gegenüber, 32, 4. Vom Wagen, der darauf neben dem Wagenlenker steht, Plat. Critia. 119 b; Reiter, Arist. eth. 2, 6 u. A.; Lenker der Elephanten, Arr. An. 5, 17, 4; – ὄνος, der Beschäler, Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ …   Dictionary of Greek

  • λοξοβάτης — λοξοβάτης, ὁ (Α) λοξοβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βάτης (< βαίνω) (πρβλ. επι βάτης, παρα βάτης)] …   Dictionary of Greek

  • κραιπνοβάτις — κραιπνοβάτις, ἡ (Μ) αυτή που πορεύεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + βάτις, θηλ. τού βάτης (< βαίνω), πρβλ. επι βάτις, παρα βάτις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”