ἐπι-βοή

ἐπι-βοή

ἐπι-βοή, ἡ, = ἐπιβόησις, D. L. 5, 90.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβοή — η (AM καταβοή) η εκδήλωση δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η επίκριση (α. «η καταβοή τού λαού» β. «αἰσθόμενοι δὲ καταβοήν οὐκ ὀλίγην οὖσαν ἡμῶν παρήλθομεν», Θουκ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοή (< βοή «κραυγή»), πρβλ. αντ εμ βοή,… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… …   Dictionary of Greek

  • Κριεζώτης, Νικόλαος — (Αργυρό Καρυστίας 1785 – Σμύρνη 1853). Αγωνιστής του 1821. Τον Μάιο του 1821, μόλις επέστρεψε στην Εύβοια από τη Μικρά Ασία όπου ήταν τσοπάνος στην υπηρεσία ενός πλούσιου κτηνοτρόφου, κατατάχθηκε από τον Αγγελή Γοβγίνα, γενικό αρχηγό Ευβοίας, στο …   Dictionary of Greek

  • ЭККЛЕСИЯ —    • Έκκλησία,          народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… …   Реальный словарь классических древностей

  • PENTHEUS — fil. Echionis ex Agave coniuge, filiâ Cami, qui cum Liberi patris sacra aspernaretur, irâ numinis, a matre et sorore in furorem versis, laceratus est. Α᾿πὸ τοῦ πένθεος, i.e. a luctu arcessit nomen. Unde Theocritus in Lenis, ubi historiam hanc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ενυώ — Αρχαία πολεμική θεότητα. Οι μυθογράφοι την εμφανίζουν άλλοτε ως μητέρα, άλλοτε ως τροφό ή κόρη και άλλοτε ως σύντροφο του Άρη και μητέρα του Ενυαλίου. Συνοδός της είναι ο Κύδοιμος, που προσωποποιεί τη βοή των μαχών. Η Ε. ήταν αντίπαλος της Αθηνάς …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • περιβόητος — η, ο / περιβόητος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α [περιβοώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τόν γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος,… …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”