- ἐπι-μηλίς
ἐπι-μηλίς, ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μηλίς, ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμηλίς — ἐπιμηλίς, ἡ (Α) 1. πόρπη 2. είδος αχλαδιού 3. είδος «μεσπίλου», μούσμουλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηλίς (< μήλον (II) «μήλο»)] … Dictionary of Greek