- ἐπι-νοτίζω
ἐπι-νοτίζω, obenauf anfeuchten, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νοτίζω, obenauf anfeuchten, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιτέγγω — ἐπιτέγγω (Α) 1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω 2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά 3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το 4. στάζω, χύνω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»] … Dictionary of Greek