- ἐπι-μηρύομαι
ἐπι-μηρύομαι, anziehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μηρύομαι, anziehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιμηρύου — ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐπιμηρύ̱ου , ἐπί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμηρύομαι — ἐπιμηρύομαι (Α) συσσωρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηρύομαι «τραβώ, σφίγγω, τυλίγω»] … Dictionary of Greek