- ἐπι-μορφίζω
ἐπι-μορφίζω, dasselbe, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μορφίζω, dasselbe, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμορφίζω — ἐπιμορφίζω (AM) προσποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφίζω «μιμούμαι» (< μορφή)] … Dictionary of Greek