- περίσσωσις
περίσσωσις, ἡ, att. -ττωσις, das Ueberfließen, der Ueberfluß, übh. = περίσσωμα, Hippocr. u. Sp., bes. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσσωσις, ἡ, att. -ττωσις, das Ueberfließen, der Ueberfluß, übh. = περίσσωμα, Hippocr. u. Sp., bes. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσσωσις — και αττ. περίττωσις, ώσεως, ἡ, Α [περισσώ] 1. περίσσεια, περίσσευμα, πλεονασμός, αφθονία 2. το περίττωμα … Dictionary of Greek
περίττωσις — περίσσωσις , περίσσωσις superfluity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσώσιος — περίσσωσις superfluity fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττώσει — περισσώσει , περίσσωσις superfluity fem nom/voc/acc dual (attic epic) περισσώσεϊ , περίσσωσις superfluity fem dat sg (epic) περισσώσει , περίσσωσις superfluity fem dat sg (attic ionic) περισσώσει , περισώζω save alive aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττώσεις — περισσώσεις , περίσσωσις superfluity fem nom/voc pl (attic epic) περισσώσεις , περίσσωσις superfluity fem nom/acc pl (attic) περισσώσεις , περισώζω save alive aor subj act 2nd sg (epic) περισσώσεις , περισώζω save alive fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττώσεων — περισσώσεω̆ν , περίσσωσις superfluity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττώσεως — περισσώσεω̆ς , περίσσωσις superfluity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίττωσιν — περίσσωσιν , περίσσωσις superfluity fem acc sg περίσσωσιν , περιίζομαι sit round about aor subj act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)