- περί-σπλαγχνος
περί-σπλαγχνος, großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί-σπλαγχνος, großherzig, großmüthig, Theocr. 16, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίσπλαγχνος — ον, Α μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά σπλαγχνος] … Dictionary of Greek