- ἐπι-ναίω
ἐπι-ναίω, bewohnen, ἐπενάσϑην, ἐπῳκίσϑην, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ναίω, bewohnen, ἐπενάσϑην, ἐπῳκίσϑην, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπινασθῆναι — ἐπί ναίω 1 dwell aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενάσθην — ἐπενά̱σθην , ἐπί , ἐν ἥδομαι swad aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπενά̱σθην , ἐπί , ἐν ἥδομαι swad aor ind pass 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπενά̱σθην , ἐπί , ἐν ἥδομαι swad aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκναιεν — ἐπί , ἐκ ναίω 1 dwell imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί , ἐκ ναίω 2 dwell imperf ind act 3rd sg (epic) ἐπί κναίω wrought imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινάστιος — ἐπινάστιος, ον (Α) μέτοικος, έποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * νάστιος (< θ. νασ τού ρ. ναίω «κατοικώ». Πρβλ. παθ. αόρ. ε νασ θην. Μαρτυρείται και η γλώσσα νάστης), τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. μετα νάστιος)] … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek