- ἐπι-δίψιος
ἐπι-δίψιος, = simplex, ἄτη Nic. Th. 436.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δίψιος, = simplex, ἄτη Nic. Th. 436.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποδίψιος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που διεγείρει δίψα σε μικρό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δίψα + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι δίψιος)] … Dictionary of Greek