ἐπι-δέω

ἐπι-δέω

ἐπι-δέω (s. δέω), darauf, daran binden; τὸ κράνος πρῶτον περιδησάμενος τὸν λόφον ἤμελλ' ἐπιδήσειν Ar. Ran. 1038, wie Her. das med. braucht, καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσϑαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες, sich Helmbüsche auf die Helme binden, 1, 171. Auch vom Verbinden der Wunden, ἐπιδῆσαι, Plut. Cat. min. 70; ἐπιδεδεμένοι τὰ τραύματα, die, denen die Wunden verbunden worden sind, Xen. Cyr. 5, 2, 32; vgl. ἐπιδεδεμένους τὸν μέν τινα ἀντικνήμιον, τὸν δὲ χεῖρα 2, 3, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… …   Dictionary of Greek

  • κατεπιδέω — (Α) αλλάζω επίδεσμο, βάζω νέον επίδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι δέω (Ι) «επιδένω»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναδῆσαι — ἐπί , ἀνά δέω 2 lack aor inf act ἐπί ἀναδέω bind aor inf act ἐπί ἀναδέω bind aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • Scansion — La scansion est proprement l action de scander un vers, c est à dire d en analyser la métrique ou plus précisément, d en déterminer le schéma métrique ou modèle. Par extension, la déclamation du vers pour faire ressortir ce schéma métrique est… …   Wikipédia en Français

  • δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • επίδεσμος — ο (AM ἐπίδεσμος) ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος τού σώματος νεοελλ. 1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί 2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» επίδεσμος και… …   Dictionary of Greek

  • επικαταδέω — ἐπικαταδέω (Α) δένω κάτι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δέω «δένω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”