ἐπι-δέχομαι

ἐπι-δέχομαι

ἐπι-δέχομαι (s. δέχομαι), ion. ἐπιδέκομαι, dazu auf-, annehmen; Her. 8, 75; Sp., τὰς πρεσβείας D. Hal. 1, 63; τοὺς παραγενομένους φιλανϑρώπως Pol. 22, 1, 3; ἐὰν τὰ μετὰ γυναικὸς ἐπιδέχηται χρήματα Men. Stob. flor. 70, 5; auch πόλεμον u. ä., Pol. 4, 31; ὅτι φόρους δώσει 27, 8; – zugeben, gestatten, erlauben, οὐκ ἐπιδέχεται ὁ χρόνος μακρολογεῖν Din. 1, 36; τοῠτ' ἤδη πᾶσαν ἐπιδέχεται κατηγορίαν Dem. 10, 28; ὥστε μὴ ἐπιδέχεσϑαι δόξαν αἰτίας πονηρᾶς Aesch. 1, 48; oft Pol., auch = billigen, gutheißen, τὴν παῤῥησίαν τινός 33, 15, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεπίδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐεπίδεκτος, ον) αυτός που εύκολα δέχεται κάτι, ο επιδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι δέχομαι (πρβλ. αν επί δεκτος)] …   Dictionary of Greek

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

  • προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • επιδέχομαι — (AM ἐπιδέχομαι) επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή») μσν. απρόσ. ἐπιδέχεται φαίνεται αρχ. 1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.) 2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι 3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • παρεισδέχομαι — Α δέχομαι επίσης, επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσδέχομαι «δέχομαι μέσα, επιτρέπω την είσοδο»] …   Dictionary of Greek

  • προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”