- ἐπι-βδάλλω
ἐπι-βδάλλω, nachmelken, Schol. Pind. 4, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βδάλλω, nachmelken, Schol. Pind. 4, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιβδαλλομένων — ἐπί βδάλλω milk pres part mp fem gen pl ἐπί βδάλλω milk pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβδάλλουσι — ἐπί βδάλλω milk pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί βδάλλω milk pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβδάλλω — Α φρ. «πολυβδάλλουσα βασιλεία» βασιλεία που εισπράττει, που καρπώνεται πολλά από τους υπηκόους της. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βδάλλω «απομυζώ, βυζαίνω» (πρβλ. επι βδάλλω)] … Dictionary of Greek
bdel- — bdel English meaning: to suck Deutsche Übersetzung: ‘saugen, zullen”? Material: Gk. βδάλλω “ sucks “, βδέλλα “ leech “; Ger. zullen “ suck in a sucking sac “, zulp “ piece of cloth used for soaking up liquid “, Dutch tullen “… … Proto-Indo-European etymological dictionary