- ἐπι-βιβρώσκω
ἐπι-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), dazu essen, in tmesi, Callim. Iov. 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), dazu essen, in tmesi, Callim. Iov. 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπιβρωθέντα — ἐπί βιβρώσκω eat aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπί βιβρώσκω eat aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβεβρωμένης — ἐπί βιβρώσκω eat perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβιβρώσκονται — ἐπί βιβρώσκω eat pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβιβρώσκω — ἐπιβιβρώσκω (Α) κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιβρώσκω «τρώγω»] … Dictionary of Greek