ἐπι-μαστίδιος

ἐπι-μαστίδιος

ἐπι-μαστίδιος, an der Brust liegend, saugend; βληχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων, der Säuglinge, Aesch. Spt. 331; γόνος Seph. frg. 962; βρέφος Eur. I. T. 231 u. S0., wie παιδίον Luc. Tox. 61; vgl. Mel. 117 (Plan. 134).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμαστίδιος — ἐπιμαστίδιος, ον (Α) (για βρέφος) αυτός που θηλάζει ακόμη («ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον ἔτι βρέφος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μαστίδιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο μαστίδιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”