- ἐπι-μαστίω
ἐπι-μαστίω, daraufpeitschen, αὐχένα ἐπεμάστιε κεστῷ Nonn. D. 1, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μαστίω, daraufpeitschen, αὐχένα ἐπεμάστιε κεστῷ Nonn. D. 1, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεμάστιον — ἐπί μαστίω whip imperf ind act 3rd pl ἐπί μαστίω whip imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμάστιε — ἐπί μαστίω whip imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμάστιεν — ἐπί μαστίω whip imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμαστίω — ἐπιμαστίω (Α) μαστίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαστίω «μαστιγώνω» (< μάστιξ)] … Dictionary of Greek