- ἐπι-βαρής
ἐπι-βαρής, ές, schwer, beschwerlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βαρής, ές, schwer, beschwerlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερβαρής — ές, Α πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ. β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι βαρής, κατα βαρής] … Dictionary of Greek
Σαρωνικός — Βαθύς κόλπος μεταξύ της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολική χερσόνησος) που κλείνεται από το ακρωτήριο Σούνιο και Δ από το ακρωτήριο Σπαθί ή Σκύλαιον της Αργολικής χερσονήσου. Ο Σαρωνικός είναι αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek