- ἐπι-κλαίω
ἐπι-κλαίω (s. κλαίω), att. ἐπικλάω, hinterher weinen, σὲ δ' ἐπικλάειν ὕστερον Ar. Thesm. 1063. – Darüber weinen, beweinen, bes. sp. D., wie Φαέϑοντος ἐπικλαίοντας ὀλέϑρῳ Nonn. D. 30, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κλαίω (s. κλαίω), att. ἐπικλάω, hinterher weinen, σὲ δ' ἐπικλάειν ὕστερον Ar. Thesm. 1063. – Darüber weinen, beweinen, bes. sp. D., wie Φαέϑοντος ἐπικλαίοντας ὀλέϑρῳ Nonn. D. 30, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… … Dictionary of Greek
ἐπικλαίετε — ἐπί κλαίω cry pres imperat act 2nd pl ἐπί κλαίω cry pres ind act 2nd pl ἐπί κλαίω cry imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαιομένων — ἐπί κλαίω cry pres part mp fem gen pl ἐπί κλαίω cry pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαιόντων — ἐπί κλαίω cry pres part act masc/neut gen pl ἐπί κλαίω cry pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαίουσι — ἐπί κλαίω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί κλαίω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκλαύσαντο — ἐπί κλαίω cry aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαίοντας — ἐπί κλαίω cry pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαῦσαι — ἐπί κλαίω cry aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαύσειε — ἐπί κλαίω cry aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλαύσωσιν — ἐπί κλαίω cry aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκλαυσεν — ἐπί κλαίω cry aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)