θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής … Dictionary of Greek
μεσοκλινής — ές (για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι κλινής, επι κλινής] … Dictionary of Greek
υποκλινής — ές / ὑποκλινής, ές, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ.) 1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού 2. (κατ επέκτ.) περιποιητικός αρχ. αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος. επίρρ... ὑποκλινῶς Α με τρόπο υποκλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλινής… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… … Dictionary of Greek
συγκλινής — ές, Α αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ Αἴαντι» ο συνασπισμός εναντίον τού Αίαντος, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής] … Dictionary of Greek
LECTICA — ex lectus, quod in co pulvinar et lectulus stratus erat: Gr. φορεῖον, κλίνη, in vario antiquis usu fuit: Bithynorum inventum, ut ex Cic. l. 5. in Verrem colligitur, Nam, ut mos fuit Bithyniae Regibus, Lectica octophoro ferebatur. Adhibita volupta … Hofmann J. Lexicon universale
επικλινής — ές (AM ἐπικλινής) 1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.) 2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω μσν.… … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek